επουσιώδης

επουσιώδης
ης, ες второстепенный, несущественный; незначительный;

επουσιώδες ζήτημα — второстепенный вопрос;

αυτό είναι επουσιώδες — это несущественно;

επουσιώδη λάθη — несущественные ошибки


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επουσιώδης" в других словарях:

  • ἐπουσιώδης — added to the essence masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επουσιώδης — ες (AM ἐπουσιώδης, ες) αυτός που προστίθεται στην ουσία, που δεν είναι ουσιώδης, που έχει δευτερεύουσα σημασία αρχ. (για πυρετό) συμπτωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουσιώδης (< ουσία)] …   Dictionary of Greek

  • επουσιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, που είναι έξω από την ουσία πράγματος, που έχει δευτερεύουσα σημασία, που δεν αξίζει πολύ λόγο: Επουσιώδη λάθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπουσιώδη — ἐπουσιώδης added to the essence neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουσιῶδες — ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem voc sg ἐπουσιώδης added to the essence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουσιώδεις — ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem acc pl ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουσιωδῶν — ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουσιωδῶς — ἐπουσιώδης added to the essence adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουσιώδεσι — ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουσιώδεσιν — ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπουσιώδους — ἐπουσιώδης added to the essence masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»